Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Νάνσυ Αγγελή-Μια μέρα απόλυτης ησυχίας

Ετεροχρονισμένα, διάβασα το βιβλίο με διηγήματα της Νάνσυ Αγγελή, "Μια μέρα απόλυτης ησυχίας" (εκδ. Παράξενες Μέρες), κι ένιωσα την ανάγκη να γράψω δυο λόγια γι‘ αυτό, όχι για κάποιον άλλο λόγο παραμόνο γιατί θεωρώ πως κάποιοι συγγραφείς του σήμερα οι οποίοι διατηρούν μία χαμηλών τόνων προσωπικότητα, δίχως καμιά έπαρση, χωρίς να προσπαθούν να πείσουν τον αναγνώστη πως αυτοί είναι οι νέοι Καβάφηδες, Λουντέμηδες ή όποιοι άλλοι νέοι κι είναι απλά ο εαυτός τους, και το γράψιμο γι‘ αυτούς δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αναγκαιότητα να μιλήσουν και μια εξερεύνηση του δικού τους "εγώ". Να μιλήσουν για όλα όσα αφορούν την ατομική τους υπόσταση μέσα στο γενικό σύνολο, μες στην ολότητα του κόσμου. Η Νάνσυ γράφοντας, δημιουργεί αυτό ακριβώς το περίβλημα, αυτόν ακριβώς το στόχο θέτει, να μιλήσει για ‘κείνην, όχι αποκομμένη από το γενικό σύνολο, μα ενταγμένη μέσα του, (ενταγμένη μεν, όχι όμως αφομοιωμένη από μια κοινωνία του υπερκαταναλωτισμού ή της αποστασιοποίησης του ατόμου από τα κακώς κείμενα ετούτης της κοινωνίας, αυτού του βάλτου όπου τα νερά μουχλιάζουν). Διαβάζοντας τον τίτλο του βιβλίου, καθώς και την υποθετική εισαγωγή(;), της συγγραφέως, επηρεασμένος από την δική μου στάση έναντι της γραπτής δημιουργίας, αναρωτήθηκα πως μπορεί κάποιος να βρεί την έμπνευση μες στην καρδιά μιας μέρας με απόλυτη ησυχία. Τι είναι αυτό που τον κάνει να γράψει πλαισιωμένος απ‘ την απραξία; Την απάντηση την πήρα στην συνέχεια της υποθετικής αυτής εισαγωγής: πρώτα-πρώτα είναι η σιωπή! Η σιωπή είναι που μιλά. Η σιωπή έχει την δική της γλώσσα, τις δικές της λέξεις κι εσύ, πρέπει να έχεις αυτή την ικανότητα να την ακούσεις, να την κατανοήσεις για να την πλάσεις με τις λέξεις σα να ‘ταν ένα κομμάτι από μάρμαρο λεκτικό, κι εφόσον διαθέτεις την ικανότητα, να την σμιλέξεις, να της δώσεις την μορφή ενός αγάλματος από φράσεις, κι εν τέλει, να γεμίσεις τις σελίδες της δικής σου συνεύρεσης με το άγνωστο που πάντοτε κρύβει η σιωπή. Μετά την σιωπή, έρχεται η απόσταση. Η Νάνσυ διαμένει μακριά από τον τόπο που γεννήθηκε κι αυτό -όπως είναι λογικό-, εύκολα σε μια μέρα απόλυτης ησυχίας, μπορεί να γεννήσει την νοσταλγία, τον πόθο του γυρισμού. Η γεννέτηρα της Νάνσυ, κάνει την εμφάνισή της στα διηγήματα που πλαισιώνουν αυτό το βιβλίο όχι μόνο ως ένα σημείο γης μα κι ως πρόσωπα αγαπημένα, (άλλωστε, έναν τόπο δεν των χαρακτηρίζουν οι φυσικές του ομορφιές όσο οι κάτοικοί του). Το ότι εμφανίζονται αγαπημένα πρόσωπα της συγγραφέως, δε το βλέπεις ξεκάθαρα, το αντιλαμβάνεσαι όμως, το συμπεραίνεις (είμαι σίγουρος πως το διήγημα "Το διαβατήριο", είναι μια άκρως αληθινή ιστορία, μια βιωματική εμπειρία, μα δεν πρόκειται να ψάξω την επιβεβαίωση γιατί αν μάθω την αλήθεια, θα χάσω την μαγεία). Ύστερα έρχεται η μοναξιά! Η μοναξιά! Αυτή η μικρή λέξη που τόσο φόβο χαρίζει στις καρδιές των ανθρώπων μα που μέσα της δημιουργήθηκαν τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της τέχνης ανα τους αιώνες. Αχ, η μοναξιά! Τέλος, έρχονται η συντροφικότητα, ο γκρίζος ουρανός ή το θαλασσινό αγέρι. Εικόνες που πετούν γύρω μας, που για τους περισσότερους από μας δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από μια συνήθεια, μια κατάσταση δεδομένη ή απλά, κάποια φυσικά φαινόμενα. Για κάποιους όμως, είναι αυτή η σπίθα που βάζει φωτιά και καίει το είναι τους κι αυτό τους σπρώχνει στο να γράψουν, να ζωγραφίσουν, να χαρίσουν στην αιωνιότητα μια στιγμή τους και να μετατρέψουν τη στιγμή αυτή σε αιωνιότητα. Η Νάνσυ ομολογουμένως, στα διηγήματά της αυτά, κατάφερε να μετατρέψει τη στιγμή σε αιωνιότητα και το αντίθετο, στο μέγιστο βαθμό. Κάθε διήγημα αυτού του βιβλίου, είναι πάντα η ματιά, οι σκέψεις, τα πιστεύω της δημιουργού του και γι‘ αυτό σ‘ όλες τις ιστορίες η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Ακόμα κι αν ο αφηγητής είναι γένους αρσενικού, από πίσω είναι η Νάνσυ που μεταμφιέζεται σε άνδρα γιατί το απαιτεί η ανάπτυξη της ιστορίας. Πάντως, να είστε βέβαιοι, ακόμα κι όταν μιλά ένας άνδρας στα συγκεκριμένα διηγήματα, μιλά δανειζόμενος το είναι της Νάνσυ. Μπείτε στον κόπο να διαβάσετε τα δυο διηγήματα με ήρωα τον κύριο Χ (Ο Χ., Θάνατος από θαύμα) και θα δείτε με τον άψογο τρόπο αφήγησης ο οποίος μοιάζει σα να γίνεται όχι από ένα μα από δύο πρόσωπα (ο Χ. είναι χαρακτήρας μη υπαρκτός, είναι ήρωας-δημιούργημα κάποιου συγγραφέα) κι εκεί θα μπορέσετε να διαπιστώσετε τα λεγόμενά μου. Είναι αληθινά τιμή για την σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία, να την υπηρετούν -δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η λέξη μα την χρησιμοποιώ μια και δεν έχω άλλη καλύτερη λέξη εύκαιρη να χρησιμοποιήσω-, άνθρωποι σαν τη Νάνσυ Αγγελή. Το τι επιφυλάσσει το μέλλον για την Νάνσυ και τι η ίδια έχει κατα νου να προσφέρει στην τέχνη του λόγου, ελπίζω να είμαι σε θέση να το διαπιστώσω, όταν κι όποτε αυτό γίνει γεγονός, μέχρι τότε:

ΝΑ ΜΑΘΕΤΕ Ν‘ ΑΚΟΥΤΕ ΤΗ ΣΙΩΠΗ!

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ Κ. ΡΕΟΥΣΗ ΓΙΑ ΤΑ "ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΤΙΛΒΗΣ"

Περιθωριακά Με τον Κωνσταντίνο Α. Ει. Παπαθανασίου

Θ. Δ. Τυπάλδος: «Τα θολωμένα μάτια της Στίλβης»

Σε μια εποχή που ο λόγος προέχει του πνεύματος, που η επιβίωση ανάγεται σε ριψοκίνδυνη ακροβασία πάνω απ’ την άβυσσο, και που η εικόνα θάβει την ουσία, «Τα Μάτια της Στίλβης» (εκδ. Φαρφουλάς, Αθήνα, 2016),  δεν είναι μόνο θολωμένα αλλά και δακρυσμένα.

Βέλο του πένθους μα όχι για μεμψιμοιρία, αλλά για αντίδραση σε επίπλαστες χαρές. Σαν όπλα ενάντια στη μίζερη πραγματικότητα η ποίηση του Θ.Δ. Τυπάλδου προτάσσει το μαύρο χιούμορ, τη φαντασία, το όνειρο -όχι αποκομμένο από την αλήθεια αλλά συμβαδίζοντας μαζί της σε ανηφορικούς δρόμους-, την άλογη σκέψη, τις κρυφές -αυτοθαμμένες- ερωτικές επιθυμίες, την αναζήτηση νέων λέξεων καθώς και την τόλμη της χρήσης καθημερινών φράσεων σε άλλες φόρμες.
   Για όσους σήμερα θεωρούν πως ο υπερρεαλισμός -και ο ντανταϊσμός ακόμα- είναι μια νεκρή, ξεπερασμένη μορφή έκφρασης, το βιβλίο αυτό μπορεί να τους φανεί αδιάφορο. Γι’ αυτούς όμως που συμμερίζονται την άνευ συνόρων -μα με όρια- ελευθερία της ατομικής συνείδησης, γι’ αυτούς που είναι πρόθυμοι να συντρέξουν και να συνταχθούν δίπλα σε συλλογικές δράσεις, το βιβλίο αυτό θέλει να στέκεται σύμμαχός τους, κραυγάζοντας πως μία άλλη πραγματικότητα είναι εφικτή και στέκει πέρα και πάνω από την επιφανειακή πραγματικότητα.

Μαρμαρυγή ή θεότητα
Όπως και να εκλάβει κανείς την έννοια της λέξης «στίλβη» ή «Στίλβη», ένα παραμένει σίγουρο: ΕΙΝΑΙ. Κι αυτό το «είναι» τρομάζει. Αυτό το «είναι» προτάσσει το στήθος του στις βδελυρές πρακτικές του «κρύψε να περάσουμε». Ο ποιητής, αν και βρίσκεται στο πρώτο του βιβλίο, είναι ολοκληρωμένος και αβίαστα στρατευμένος στο πρόταγμα των ντανταϊστών και υπερρεαλιστών όλων των εποχών. Ας μην βιαστούν, λοιπόν, οι επηρμένοι καθηγητές των διδακτορικών τίτλων, να περιχαρακώσουν στο όποιο ιστορικό πλαίσιο, την περιπέτεια που συνεχίζεται αδιαλείπτως κοντά έναν αιώνα.
   «Η ποίηση δεν έχει ανάγκη να εκφράσει μία πραγματικότητα. Είναι μία πραγματικότητα», μας θυμίζει ο κύριος Τυπάλδος μέσω του λόγου τού Tristan Tzara, που θέτει ως motto ή προμετωπίδα, εάν προτιμάτε, στο ποίημά του, «Φ Χ 3 = Φωτογραφία ˃ Φως ˃ Φωτιά». 
   Διότι, όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης, στο κορυφαίο δοκίμιό του «Η μέθοδος του άρα»: «Μπορεί και η τέχνη να είναι μια αρρώστια, όπως θα μπορούσε να ήταν άλλη μία η υγεία των αγροτών για μας τους μεγαλοπολεόπληκτους. Όλα είναι σχετικά. Να μη λέμε όμως ότι είναι παράλογο μέσα σε πολέμους και σκοτωμούς ν’ ασχολούμαστε με λουλούδια και φεγγάρια. Να λέμε απλώς ότι προτιμούμε το ποδόσφαιρο. Επειδή ούτε για φεγγάρι ακριβώς πρόκειται όταν μιλεί ένας ποιητής ούτε οι πολέμοι κι οι σκοτωμοί είναι φαινόμενα που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην εποχή μας• ίδιοι ήταν ανέκαθεν. Αν στις μέρες μας ξενιζόμαστε περισσότερο μπροστά στη φαντασία είναι γιατί έχουμε γίνει νεόπλουτοι της μεγάλης μας συλλογιστικής ικανότητας, της περίφημης, που έφτασε να κατευθύνει διαστημόπλοια με ακρίβεια δεκάτων του δευτερολέπτου αλλά παραμένει ανήμπορη μπροστά σε μια φράση διάφανη σαν το νερό. Τι να πει κανείς;».    

Προλετάριος ή λούμπεν ποιητής
Παρακαλώ τον αναγνώστη να μην συγχύσει την επικεφαλίδα της παραγράφου με τον γνωστό -κατάπτυστο- μαρξιστικό όρο, «λούμπεν προλεταριάτο». Λούμπεν, για όσους γνωρίζουν, στη γερμανική γλώσσα σημαίνει κουρέλι. Ένα προλεταριακό κουρέλι, το λοιπόν, ο ποιητής. Ένα κουρέλι-πατσαβούρι που εκσφενδονίζεται στα μούτρα της επαναλαμβανόμενης, υποκριτικής, ματεριαλιστικής, μυξοκλαίουσας κοινωνίας της κρίσης.
   Διαβάστε, εάν σας το επιτρέπει ο υπερκαταναλωτικός καπιταλιστικός αναλφαβητισμός της «Κοινωνίας του Θεάματος» που δουλικά στα χρυσά παλάτια σας υπηρετείτε, δύο εκδοχές βιογραφίας.
   Πρώτη εκδοχή: «Ο Θ.Δ. Τυπάλδος δεν είναι παρά μία βάρκα… μία βάρκα που βοηθά τον Θωμά Πετρόπουλο να διασχίσει τα κύματα της φαντασίας και είναι μαζί το λυχνάρι του στους δρόμους του άγνωστου. Έχουν φιλοξενηθεί ποιήματά του και αποδόσεις του σε ποιήματα του Tριστάν Τζαρά στα διαδικτυακά μέσα ‘www.poiein.gr’ και ‘fteraxinasmag.wordpress.com’. Η σελίδα ‘easywriter.gr.’ έχει εκδώσει σε μορφή e-book τρία αφηγήματά του. Εντύπως, έχουν δημοσιευτεί ποιήματά του στην περιοδική έκδοση της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Αθηνών, Κλήδονας (τχ. 6, Μάιος 2015), και στην ανθολογία μοντέρνου υπερρεαλισμού ‘A Galaxy of Starfish’ του αγγλικού εκδοτικού οίκου Salò Press (αγγλικά και ελληνικά). Ζει στην Πάτρα. ‘Τα θολωμένα μάτια της Στίλβης’ είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.».
   Δεύτερη εκδοχή: «Ο Θ. Δ. Τυπάλδος γεννήθηκε, ως Θωμάς Πετρόπουλος, στην Πάτρα, όπου συνεχίζει να ζει, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1975. Δεν έχει σπουδάσει τίποτα, με χίλια ζόρια τελείωσε την πρώτη τάξη του Λυκείου σε νυχτερινό σχολείο. Έχει κάνει πλήθος χειρωνακτικών δουλειών: από τη λαχαναγορά σε υπεραγορές χαμάλης, από πρατήρια καυσίμων σε διανομή φυλλαδίων και σ’ οτιδήποτε άλλο χθαμαλό επάγγελμα  μπορείτε να φανταστείτε, που εδώ στην Κύπρο έχουν αναλάβει οι δούλοι-μετανάστες που νοικιάζεται απ’ την Ασία, την Αφρική και από τις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Εδώ και πέντε χρόνια είναι άνεργος.».
   Πριν πείτε κάτι, πριν χρησιμοποιήσετε τη λέξη «Ντανταϊσμός» ή «Υπερρεαλισμός», πριν αποφασίσετε να τη διδάξετε -αβρόχοις ποσίν- στις αυτιστικές αίθουσες των πανεπιστημίων σας, πριν πιάσετε το μολύβι να γράψετε… διαβάστε το παρακάτω ποίημα… και βροντοφωνάξτε, διαρρηγνύοντας τα χρυσοποίκιλτα ιμάτιά σας, ή κρατείστε, για το καλό σας, σιγή ιχθύος.      

«Ο αποκεφαλισμός του ποιητή»
Άγνωστες οι λέξεις στην περγαμηνή
Σα το μουρόχρωμα που αντανακλάται πάνω
Στη στέγη της ροδακινιάς
Το ψάρι δάγκωσε το αγκίστρι
Και το αγκίστρι δάγκωσε την γκραβούρα
Με τα θολωμένα μάτια
Της Στίλβης
Το σώμα της νιαούρισε στη συντριβή
Του σιντριβανιού
Αυξάνοντας το πρόσχαρο σύμβολο της πεμπτουσίας
Εθεάθει στο κρεματόριο του παροξυσμού
Αγέλαστος πέτρα
Μυρίων τόσων γκρεμνών
Κι ακόμα πόσων σκοπών
Η σύναξις του πολεμάρχου
Το καμπαναριό που κοιμάται
Σιρόπι στο ασανσέρ που κλειδώνει το γέλιο
Της σφιγγός και το δάκρυ του κώνωπος
Φωνήεντα του αλατιού
Πορεία σκελετωμένων παραφωνιών
Σύμπληξη του απείρου με τη χρυσή μέθη
Των νεανικών απόντων χρόνων
Στα μάτια των αλόγων που χλιμιντρίζουν
Πριν βυθιστούν στις κόρες των δικών μας
Ματιών όπου ευθύς θ’ αναγεννηθούν
Ως οβίδες και περίστροφα
Κάπου ακούστηκε ένας κρότος κι εγώ 
Αφαιρώ το γιατί
Προσθέτοντας το όχι
Διαιρώ το ναι
Πολλαπλασιάζω το κατόπιν
Αναθέρμανση των κυττάρων
Το κουκούτσι κατάπιε το επίκαιρο πρόγευμα
Των μισθοφόρων της παραχάραξης
Μιας υποθρώσκουσας τσουκνίδας
Καθώς εκείνη άρχισε να συναγελάζεται
Και να ερωτοτροπεί
Με το γαλάζιο σκαθάρι
Ένα παράτολμο θρόισμα
Ορθώνει ανάστημα χαμογελά
Και φεύγει
Το σκυλόψαρο αποκοιμήθηκε
Πάνω στου σκύλου την κόμη
Το κορίτσι άρπαξε το φανάρι του δρόμου
Και το κράτησε πάνω από το σύννεφο
Και η ομίχλη της έκλεισε πονηρά το μάτι
Πηγαίνοντας να θάψει στο πίσω μέρος της αυλής
Την ανεπάρκεια
Ανατίναξε την κατάθλιψη του πεύκου
Κι έφυγαν οι στόχοι του αύριο
Στου χθες τους διακόπτες

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

ΤΑ ΘΟΛΩΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΤΙΛΒΗΣ

Ένα όνειρο 25 ετών για μένα σε λίγες μέρες θα είναι πραγματικότητα, η πρώτη μου ποιητική συλλογή (εκδ: Φαρφουλάς). Και γίνεται πραγματικότητα όχι για να με αποκαλέσει κάποιος ποιητή (μακρύα από εμένα αυτός ο τίτλος) ούτε και για να συγκαταλέγομαι ως μέλος του υπερρεαλιστικού κινήματος άσχετα του ότι έχω συμμετάσχει -και είναι η τιμή μεγάλη αυτή- σε υπερρεαλιστικά έντυπα. Λατρεύω και χρησιμοποιώ όσο μπορώ τις τεχνικές του υπερρεαλισμού αλλά αυτό γίνεται γιατί με γεμίζει αυτή η μορφή έκφρασης και όχι για να καπηλευτώ προς όφελος την ιδιότητα του υπερρεαλιστή δημιουργού. Αυτή η συλλογή ήταν μάλλον η εσώτερη ανάγκη μου να αποδείξω σε εμένα τον ίδιο πως υπάρχω και καμία σχέση δεν έχει αυτό με επιθυμία να εισχωρήσω σε λογοτεχνικούς κύκλους κλπ. Αδιαφορώ πλήρως και για κύκλους και τετράγωνα όπως αδιαφορώ και για αυλές και κήπους κι όπως λέω μια ζωή: μόνος γεννήθηκα, μόνος ζω και μόνος θα πεθάνω κάποια μέρα.
Τώρα πολλά ευχαριστώ θα έπρεπε κανονικά να πω σε πολλούς και ελπίζω αυτοί που πρέπει να το ξέρουν πως τους ευχαριστώ, απλά είναι κάποια πρόσωπα που τους το λέω δημοσίως: στον Θεόδωρο λοιπόν και τις τρείς κυρίες που αφιέρωσα την συλλογή μου για την στήριξη και για το ότι πολλές φορές έδειξαν να πιστεύουν στην γραφή μου περισσότερο από ότι την πίστευα εγώ. Στον Διαμαντή Καράβολα γιατί περισσότερο υπήρξε φίλος παρά εκδότης μου. Στον Ηλία Μέλιο που με τις διορθώσεις και τις επισημάνσεις του, έγινε πραγματικότητα η συλλογή αυτή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και τέλος, τον Giovanni Tillota για το κολλάζ που μου δάνεισε για το εξώφυλλο που ήταν σαν να του το είχα παραγγείλει.
Το αύριο δεν ξέρω τι θα φέρει και αδιαφορώ πλήρως και δεν ρωτώ τίποτα, θα συνεχίσω τον μοναχικό μου δρόμο κι όπου βγεί.

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ ΑΝΑΞΙΟ ΛΟΓ[ΙΣΜ]ΟΥ

έτσι ονομάζεται το τρίτο αφήγημά μου το οποίο η σελίδα Easywriter.gr φιλοξενεί σε μορφή ebook στο link:

http://www.easywriter.gr/ebooks/item/1032

Δύο άντρες εγκλωβισμένοι σε κάποιο μικρό δωμάτιο σε κάποια άγνωστη μεριά κάποιου άγνωστου(;) κόσμου. Μια συνομιλία [αν]άξια λόγου. Μια βουτιά αναζήτησης στο είναι και στο μη είναι. Ένα θέατρο που ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί και οι πρωταγωνιστές του, απόψε αυτοσχεδιάζουν (ή έτσι νομίζουν).

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

ΠΕΡΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ

Βρίσκομαι πλέον σε τέλμα.
Αμφισβητώ τα πάντα, όλα όσα βλέπω κι όλα όσα δεν βλέπω.
Δεν είναι απλά και μόνο μια στάση αντίδρασης ή στάση ζωής αυτό το στάδιο αμφισβήτησης αυτό που έχω περιέλθει, είναι αποτέλεσμα βιώματος το οποίο την κάθε μέρα που περνά, ολοένα και μεγαλώνει και συμπαρασύρει στα βρώμικα νερά του, κάθε θετικό συναίσθημα που θα μπορούσε να γεννηθεί μέσα μου, -για να το θέσω πιο σωστά, κάθε θετικό συναίσθημα πεθαίνει πριν καν γεννηθεί.
Δεν μπορώ να δείξω πια καμιά κατανόηση, καμιά ανοχή στους γύρω μου -ούτε και σε μένα- για τις όποιες δυσκολίες βρίσκουν μπροστά τους λόγω της όποιας κρίσης οικονομικής ή οποιασδήποτε άλλης κρίσης που μπορεί να υπάρχει ή και να υπάρξει. Θεωρώ τον καθένα συνυπεύθηνο για την πραγματικότητα που του προσφέρεται. Ο καθένας μας έχει σμιλέψει κι από ένα της κομμάτι και παίρνει από αυτή το μερίδιο που του αναλογεί. Από την άλλη, πλέον αμφισβητώ και όσους δηλώνουν με μεγαλοστομίες πως έχουν την λύση για το όποιο πρόβλημα. Κάνουν με υπέροχα λόγια το αδιέξοδο λεωφόρο διπλής κατευθήνσεως κι εσύ, -ανήμπορος- δεν μπορείς να επιλέξεις σε πια λωρίδα να οδηγήσεις το κατεστραμένο αμάξι που έχεις για σώμα. Κάποιες φορές το αμάξι αυτό έχει πολύ καλές προδιαγραφές, αυτό είναι σίγουρο, μα τότε εύκολα το καταστρέφεις στους κακοτράχηλους δρόμους που αποφάσισες να το οδηγήσεις. Αμφισβητώ την ικανότητα και το ένστικτο οδηγησης που διαθέτεις τυφλέ οδηγέ.
Αμφισβητώ τα ευχολόγια αλλά και τις υποσχέσεις για μια καλύτερη ζωή μετά τον θάνατό σου (αυτό πάντα το αμφισβητούσα). Χαμένοι στην βεβαιότητα, σπαταλάμε τον υπερούσιο μας για την αβεβαιότητα και αυτό το ονομάζουμε "αγιότητα". Μέσα σε ένα κοπάδι λύκων, αν είσαι το αρνί, είσαι και το δείπνο τους.
Αμφισβητώ την ποίηση που χωρισμένη σε φατρείες, αναγκασμένη σε μια αρχαϊκής μορφής "omerta", βραβεύει τους καλοθελητές και αυτόβουλους σκλάβους της σε αίθουσες εκδηλώσεων και έπειτα, ο ένας σκλάβος χαϊδεύεται με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο με τον άλλο σκλάβο και όλοι μαζί, αναμένουν το υπέρτατο χάδι του πιο αμαθή αναγνώστη για να εκσπερματώσουν οδύνες φιλτραρισμένες με όμορφες λέξεις που έχουν κλέψει από το μεγάλο λεξικό της μαμάς και με σημειολογίες που παραπέμπουν στις βαθιές γνώσεις τους περί Καβάφη ή στις συμβουλές -οδηγίες χρήσεως- για το πως θα γίνεις σωστό και χρήσιμο υποκατάστατο ανθρώπου της Αλκυόνης Παπαδάκη.
Αμφισβητώ της ανιδιοτέλεια του θεού έρωτα. Ζητάμε ο άλλος να γίνει εγώ αδιαφορόντας πλήρως για το εσύ. Το εγώ είναι κάτι το υπέρτατο όταν σέβεται το εσύ, παραπέρα ουδεμία κουβέντα δεν δέχομαι.
Αμφισβητώ ολόκληρο το πλαίσιο που περιορίζει την ζωή. Τα πλαίσια ΔΕΝ είναι ελευθερία.
Μετά από όλα αυτά, το ερώτημα που γεννάται είναι το εξής:

ΕΙΝΑΙ ΛΥΣΗ Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ;

Θα μπορούσε και να ήταν μια κάποια λύση αν κι εφόσον μπορούσα να απαντήσω στο μεγάλο ερώτημα: Έχω ζήσει κι αν όχι, ποιός θα βρίσκεται αντ‘ εμού πάνω στο ικρίωμα;
Αμφισβητώ ακόμα και αυτόν τον θάνατο που με πομπώδη τρόπο κάνει την εμφάνιση του πάνω σε εξαθλιωμένα κορμιά και ως λυτρωτής κραυγάζει την πραμάτεια του στις αγορές του κόσμου.

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Από την συμμετοχή μου στην ανθολογία μοντέρνου υπερρεαλισμού της Salo Press "A GALAXY OF STARFISH"

MATHEMATICAL EQUATION

A leg
As a rectangle
A hand
As a triangle with equal sides
A head
As a cube with a right angle
A leg
A hand
A head
All together
Within a tomb

*

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΞΙΣΩΣΗ

Ένα πόδι Ορθογώνιο παραλληλόγραμμο
Ένα χέρι
Τρίγωνο ισοσκελές
Ένα κεφάλι
Κύβος με ορθή γωνία
Ένα πόδι
Ένα χέρι
Ένα κεφάλι
Όλα μαζί
Σ‘ ένα τάφο

φωτο: This paining is available for purchase on Ebay. Type "Eisy" into the search field to find this and more paintings by this artist.

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΣΚΩΝ ΤΟΥ ΧΘΕΣ, ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ... ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ...

Paul Delvaux, Le nu et le mannequin (Le nu au mannequin), 1947
  

  Θα είσαι πάντα εκεί που δεν θα υπάρχεις
  Δίχως πρόσωπο
  Θα έχεις χίλιες δυο μορφές
  Τα ραγισμένα σου χείλη
  Θα φέρουν στην κόψη τους τη γύαλινη
  Τα αποτυπώματα των δικών μου χειλιών
  Το αίμα από τραγούδια άηχα
  Το αίμα από παραστάσεις θεατρικές
  Χωρίς ηθοποιούς
  Δίχως σκηνικά
  Με μελτέμια αποστραγγισμένα
  Πάντα παντού
  Πουθενά
  Αόριστα τα κρίνη που σε κρήνες
  Σαλεύουν και ομολογούν
  Τη ματιά σου στο άπειρο

  *

  Εκατό φορές θα  κάνω την διαδρομή
  Απ' την μια άκρη της πόλης
  Στην άλλη
  Γνωρίζοντας πως δεν θα σε βρω
  Παρά μόνο την εκατοστή πρώτη
  Θα ανταμώσω τα πόδια σου
  Ένα σύννεφο από μαλλιά
  Που στην καρδιά του ομογνωμούν τα σημεία της στύψεως
  Με τις αντωνυμίες ομοφωνούσες
  Διάθλασης μέρισμα στην γλώσσα των στοιχείων
  Αναγράφεται το όνομά σου
  Και πάνω από τα κεφάλια των ελαφιών
  Ένας Γαλάζιος Δούναβης που στα κύματά του
  Κρεμιούνται σκουλαρίκια-άχρωμα αστέρια
  Διαστέλονται-Συστέλονται-Διέπουν-Διαπρέπουν
  Σε μια έρημος διψασμένη
  Μελαγχολία είσαι μια γυναίκα χλωμή
  Που αναζητά την ερωμένη της στις φυλλωσιές του πάγου
  Μεταξοσκώλυκας που στο μετάξι ξεψυχά
  Μια παντομίμα αγάπη
  Επιγραφή που φωνάζει:
  Ζω γιατί ζείς και εσύ!

  *

  Η γεωμετρική αποφορά ενός ιδεατού στοχασμού
  Αλγεβρικές κινήσεις αέναης συμπόρευσης 
  Δύο μαγνητικών φασμάτων
  Αόρατη όσο και ορατή
  Τριγυρνάς πάντα μες στη θαλπωρή μου
  Αναμοχλεύοντας συνεχώς την έκτη αίσθησή μου
  Εκείνη που με ξεπερνά στους ομόκεντρους κύκλους του αόριστου
  συμπεράσματος
  Αγγίζω το άπειρο που με προστάζει
  Να ερωτευτώ μια χωμάτινη φωτογραφία
  Πνοή δανεισμένη από έναν τρύπιο ασκό του Αιόλου
  Βραδεωπορούσες τεθλασμένες κουκίδες
  Τα σύνορα πεθαίνουν πριν να γεννηθούν

  *

  Αναζητώ τον ασάλευτο χρόνο
  Αναζητώ το παράθυρο με τα όμορα στήθη γυναικός διασκορπισμένης
  Αναζητώ την ελπίδα του γαλανού ηλιοβασιλέματος
  Αναζητώ τις καμφορές του κόκκινου κορμιού
  Αναζητώ την προέκταση των χεριών μου καθώς αγγίζουν την απόγνωση
  του πρωϊού
  Αναζητώ την στιγμή πριν φύγεις γυμνή από τα αυλάκια του μυαλού μου
  Αναζητώ την στιγμή που γυμνή επιστρέφεις στα αυλάκια του μυαλού μου
  Αναζητώ την στιγμή που γυμνοί κυλάμε στον παράφορο έρωτα στα αυλάκια
  του μυαλού μου
  Αναζητώ την διέγερση του οριζοντοποιημένου άξονα που κάθετα με διεμβολίζει
  Αναζητώ πάντα το αέρινο κορμί σου
  Αναζητώ την λέξη που δε πληγώνει τη σιωπή

  *

  Εκεί που η ευαισθησία σαπίζει
  Το δάκρυ μετουσιώνεται σε κρυσταλλοειδή πορφύρα
  Ενώ η θλίψη καίει τα βλέφαρα των πουλιών
  Ο ορίζοντας θολώνει πίσω από της Έριδας την μήτρα
  Το δωμάτιο αρπάζει φωτιά
  Οι μεντεσέδες ανοίγουν τις φλέβες της ώρας
  Τα δευτερόλεπτα στάχτη
  Οι θάλασσες που τρέχουν στα λιβάδια
  Λιβάδια που τρέχουν στους γκρεμούς
  Γκρεμοί που τρέχουν πάνω στα κορμιά σας
  Ανοιγοκλείνουν σωθικά  κατακερματισμένα
  Με βαλόμενα πυρά-φιλιά στο μελάνι σβησμένα
  Πόσο μακριά στέκει η ενόραση ενός βιολιού
  Μιας κιθάρας μουγκής
  Η γλώσσα στο πάτωμα πεταμένη
  Καταρράκτης η ανάμνηση μιας ζωντανής πεταλούδας
  Προέρχεται από τα βιώματα μιας νεκρής κάμπιας
  Τρέξε
  Τρέξε
  Τρέξε
  Τρέξε πολυαγαπημένη!
  Τρέξε πάνω στην αρτηρία μου
  Εκείνη που με την ζωή με συνδέει!
  Κράτησε στα χέρια σου την αχτίδα της σεληνοσπηλιάς
  Χρυσόσκονη ονείρου απ' όπου είσαι  πλασμένη
  Ονειροσκιά στης πραγματικότητας την λίμνη
  Φρεσκολουσμένη
  Πικραμένη
  Η όψη μου
  Χιλιοειπωμένα συναισθήματα
  (βαρέθηκα να κλαίω-καίω τις κωδωνοκρουσίες της άνοιξης)
  Τα κλαδιά των ματοκλαδών μου
  Για να φτάσει ο καπνός στην Γη της Ανατολίας
  Προτού να βασιλέψει ο οδυρμός
  Τάσω πρόσφυγα την θελησή μου
  Για να έχω λόγους να κινηθώ
  Να έχω λόγους να προχωρήσω
  Μιας και η Γη της Επαγγελίας
  Αποδείχτηκε ψέμα
  Η Ανατέλλουσα προοπτική με θρέφει
  Καρδιά μου που χτυπάς σε μια καρδιά ξένη
  Μπορεί να μη σε συναντήσω ποτέ
  Κι όμως...
  Μέσα μου χτυπάς...
  Κι όμως...
  Μέσα μου ξημερώνεις την απαραμιλη υπερουσία
  Μιας υπερπραγματωσύνης-υπεραρχέγονης-υπερ του υπερ
  Υπερτάτη...

  *   
   
  Μες στην αμετροέπεια διασφαλίζω την ελευθερία!
  Ελεύσομαι-προσέρχομαι
  Α-νοητά στο ερωτικό δαιμόνιο
  Σαν πουλί που κρώζει
  Με ανθρώπινη λαλιά:
  -Στη μάχη με τον έρωτα σύμμαχο
  Η ελευθερία είναι πάντα ο νικητής!
  Έζησα;
  Δεν ξέρω
  Ζω;
  Δεν έχω ιδέα
  Θα ζήσω;
  Ποιος να ξέρει;

  Είμαι η ανθρωπομετρία που καταγράφει
  Τα ανάγλυφα δακτυλικά αποτυπώματα
  Της κάτωχρης κουκουβάγιας
 
  Τα σωσμένα έμβολα για τον ογκώδη αφαλό της
  Η ξέρα του διαπλανητικού μηχανισμού
  Ο ερωτοτραφής αστερισμός που στο χαμόγελό του
  εμφανίζεται ο δέκατος τρίτος ηλιακός σωλήνας
  Τα δελφίνια χτυπούν τα κρουστά στις κρουστάλινες παραφορές
  Ένας νεκρός σημαιοφόρος γιορτάζει την επέτειο θανάτου του
  Έμπροσθεν του κήπου των ηρωών της διαστροφικής α-συνέπειας
  Ιουλιετά του αυγερινού προσανάμματος
  Του Ρωμαίου η καταχνιά
  Εντός του ομιχλογενή πυρήνα
  Πόσοι στίχοι και πόσοι πίνακες θα δημιουργηθούν
  Ωσότου να αναστηθεί η χαρμόσυνη διαύγεια;

  Κι έρχεται η νύχτα με τα κατάλευκά της δόντια
  Με κρεμασμένους εραστές γύρω από τον λαιμό της
  Σα σειρά από μαργαριτάρια
  Πολύτιμα και σπάνια όσο και ο τελευταίος μονώκερος
  Που στην σιγαλιά του πάθους
  Μουσκεύει τα χρώματα της Ίριδος
  Που στην λίμνη του πόθου 
  Ξεδιψά την αστείρευτη δίψα του
  Κι είναι και οι πέτρες που  οργώνουν τον ομφάλιο λώρο
  Της απόλαυσης
  Της ηδονής η περίφημη σάρκα
  Που λαμψοκοιμάται πάνω στα φύκια από χρυσάφι

  Μέσα από το κεφάλι μου
  Αιμάτινα βρύα ξεφυτρώνουν
  Πλυμμηρισμένα στο αίμα
  Δεν ξέρω αν αιμορραγούν γιατί τώρα γεννιούνται
  Ή αν αιμορραγούν γιατί τώρα πεθαίνουν
  Εξωπλασματικό υγρό γύρω τους
  Γέννηση μου φανερώνει
  Υπόκωφοι παλμοί και σπασμοί στα κορμιά τους
  Δηλώνουν την επίσκεψη του μαύρου καβαλάρη
  Μα το νεύμα τους προς εμένα
  Τα σήματα μορς που λαμβάνω
  Αποκρυπτογραφτόντας τα
  Μου λένε:

 “Άνθρωπος-Έρωτας”

 “Άνθρωπος-Έρωτας”

  “Άνθρωπος-Έρωτας”

  Και αυτό μου φτάνει
  Μου αρκεί για να συνεχίσω να ελπίζω
  Και συνεχίζω και ελπίζω
  Και ελπίζω
  Ελπίζω

  Ζω    

 -Θ.Δ.ΤΥΠΑΛΔΟΣ-