Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΟΥΛΙΑΣ: ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ, (εκδ:ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ)

Πόσο υποκειμενική ματιά μπορεί να διαθέτει κάποιος για ένα βιβλίο, το οποίο περίμενε να γίνει πραγματικότητα περίπου δύο χρόνια και κάτι; Από την άλλη, πόση αντικειμενικότητα μπορεί να διακατέχει ένα βιβλίο που τιτλοφορείται “Προϊστορία για έναν”;
Για το πρώτο σκέλος του ερωτήματος αυτού, η απάντηση δεν θα δοθεί -όχι, τουλάχιστον, με άμεσο τρόπο-. Για το δεύτερο, η απάντηση είναι: ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ! Η “Προϊστορία για έναν” μπορεί να προσδίδει σαν τίτλος μια ατομική έκφανση, δεν προσδίδει όμως ατομισμό. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με έναν Stirner, δεν ομιλούμε για κάποια ιδιοκτησία ΚΑΠΟΙΟΥ ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ, έχουμε να κάνουμε, όμως, με τη δημόσια παρακαταθήκη ενός ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ -υποκειμενικότητα; Μπορεί να εκφράζω μια άκρως υποκειμενική κρίση, εκφράζω πάντως τη δική μου κρίση- ΠΟΙΗΤΗ, που ακούει στο όνομα Πάνος Κουτούλιας. Ο Κουτούλιας είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση εικοσάχρονου ποιητή (καλό είναι να ξεχωρίσουμε ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ σε τούτη την χώρα πως άλλο πράγμα είναι να γράφεις ποίηση και εντελώς άλλο το να είσαι ποιητής: ποιητής σημαίνει μουσκεύω στο μελάνι, μα πρωτίστως ζω την ποίηση, την διδάσκομαι στην κάθε μου μέρα και στην κάθε μου ανάσα - μεταγγίζω μελάνι στις αρτηρίες μου και χωροταξινομώ μάτια και μυαλό με λέξεις, δικές μου μα και των άλλων). Είναι λοιπόν ένας ποιητής, ένας ποιητής ΑΠΟΛΥΤΡΩΜΕΝΟΣ, κι εξηγούμαι: ο Walter Benjamin λέει πως "μόνο η απολυτρωμένη ανθρωπότητα είναι βέβαια σε θέση να δεχτεί ολοκληρωτικά το παρελθόν της". Έτσι ακριβώς και ο απολυτρωμένος ποιητής, είναι σε θέση να δεχτεί ολοκληρωτικά το παρελθόν του - να το δεχτεί, όχι να γονατίσει μπροστά του σαν τον σκλάβο, που αμίλητος θα υπομείνει το μαστίγιο που θα χαράξει το "είναι" του· και ο Κουτούλιας είναι πρώτα ένας απολυτρωμένος ποιητής και μετά ένας ιερόσυλος. ΠΡΟΣΟΧΗ! Μην παρεξηγηθεί η λέξη "ιερόσυλος". Ο ιερόσυλος, ως επιθετικός προσδιορισμός, χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο ο οποίος βεβηλώνει έναν ιερό χώρο προς ίδιον όφελος. Ο Κουτούλιας βεβηλώνει ό,τι αγαπά -στην προκειμένη περίπτωση την ποίηση στο όποιο ύφος της, μια και η γνώση του πάνω σ‘ αυτή είναι απίστευτα μεγάλη-όχι για κάποιο προσωπικό όφελος, όχι για μικροπρεπείς σκοπούς, μα για να την πάει ένα βήμα παρακάτω. Γνωρίζοντας τον Κουτούλια, ξέρω πολύ καλά την αγάπη που είχε πάντα για το Dada και τον υπερρεαλισμό, μα, ταυτόχρονα, αγαπάει και τον ρομαντισμό, και τον κλασικισμό, τον παρνασσισμό, τον υπαρξισμό, πράγματα ανόμοια μεταξύ τους - κι όμως, ο Κουτούλιας μπορεί και τα φέρνει εντός του και, πραγματικά κατέχοντάς τα, πάει τη γραφή του, μα και την ίδια την ποίηση, ένα βήμα πιο πέρα -ενδεχομένως και περισσότερα-. Έχει μια απαράμιλλη δυνατότητα να πετάει από το ένα είδος στο άλλο, δίχως να χάσει πουθενά το ηχόχρωμα και την τονικότητά του, σε κανένα σημείο. Πολλές φορές, διαβάζοντας ποιήματά του, διαβάζεις τη μουσικότητα των λέξεών του. Ένα νταπ-νταπ-νταπ ομογενοποιείται με μοναδική ευχέρεια, ένα γοργό νταπ-νταπ-νταπ, που καταλήγει σε ένα μακρόσυρτο νταππππππππππ, που σ‘ αφήνει εν κατακλείδι άφωνο, αμετακίνητο στη θέση σου, να μην ξέρεις αν τελικά διάβασες ένα ποίημα ή άκουσες μια μακρινή, επίγεια μουσική σύνθεση – αν απήγγειλες ή τραγούδησες· τραγούδησες ή χόρεψες δίχως να χορέψεις. Σ‘ αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του Κουτούλια, βρίσκει κανείς εύκολα την κληρονομιά που άφησε στην παγκόσμια ποίηση λ.χ. ο Μαλλαρμέ, κι αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα του απολυτρωμένου ποιητή που ολοκληρωτικά έχει δεχθεί το παρελθόν του, διότι οι επιρροές του Κουτούλια είναι πολλές, μα δεν είναι εμφανείς. Ο Κουτούλιας αγαπά, δεν μιμείται. Και μετά έρχεται η αφιέρωση στη μνήμη του Νίκου Καρούζου, άλλη μια πηγή έμπνευσης - άλλο ένα “απολύτρωσης στοιχείο”. Αν θα μπορούσα να φανταστώ την ποίηση ως μία τάξη σχολαρχείου, τον Καρούζο και τον Κακναβάτο καθηγητές και τον Κουτούλια μαθητή τους, είμαι σίγουρος πως παρότι θα ήταν ο πιο ταραξίας στην τάξη, θα ήταν, ταυτόχρονα, και ο πιο αγαπημένος τους μαθητής, μια και θα διέκριναν εύκολα πως οι σκανταλιές του προέρχονται από το ανήσυχο πνεύμα που τον κατακυριεύει, ενώ θα διέκριναν με μεγάλη ευκολία και τον σεβασμό του έναντι αυτών και της ποίησης. Φευ! Ας πάμε παρακάτω παρακαλώ σας! Ας μιλήσουμε λίγο για το καυστικό χιούμορ του ποιητή, το καυστικό, το σαρκαστικό, μα ουχί εκλαϊκευμένο ή επιτηδευμένο, χιούμορ, το σχεδόν βλάσφημο χιούμορ του. Στίχοι σαν τους παρακάτω ακουμπούν το υπερρεαλιστικό στοιχείο (το ακουμπούν μα δεν εμμένουν σ' αυτό): “Οι γονείς μας μάς συνέλαβαν /το να μας καταλάβαιναν, κιόλας, / θα ‘ταν τουλάχιστον γελοίος /πλεονασμός” (“Μια θλίψη στην τιμή των δύο”), “Αυτό το διάφραγμα δεν είναι να στηρίζεσαι· / θολή γκραβούρα / μιας πάλαι πότε υπακοής, / μιας υπό αμφισβήτηση υπηκοότητας. / Ασκεί τον τουρισμό του / στα τεθωρακισμένα μου” (“Ακριβές”), “της πιο κατατρεγμένης ευτυχίας / το τέχνασμα / -πρόσχωμεν-” (“Ψυχογραφία για πολλούς”). Μετά το καυστικό χιούμορ, έρχεται συνήθως ο κλαυσίγελος: “Κι ούτε και παίζουμε στο "Saw" / να μας διδάξουν /διεφθαρμένες μαριονέτες ενσυναίσθησης / τ' αρνητικά μεγέθη των παθών μας” (“Ιστορικό”), “Μία Ζωή / τι την έχετε; [...] Έναν Θάνατο /ακουστά τον έχετε;” (“Σπασμωδικό μου”). Αυτό το αβίαστο, το σχεδόν ακατέργαστο χιούμορ του Κουτούλια, που με ευκολία προκαλεί εξίσου το γέλιο, μα και το δάκρυ... Αυτή η καυστικότητα, που ακουμπά τον κλαυσίγελο... Αυτός ο ατομικισμός (για να επανέλθω στην αρχή του κειμένου και στον τίτλο της συλλογής), που ακουμπά τα κοινωνικά πεπραγμένα, μιας κοινωνίας αντικοινωνικής που “σκοτώνει τα παιδιά της” (βλ. τα ποιήματα “So”, “Αντικοινωνική Μπαλάντα”) και, έπειτα, αφού κείτονται σκοτωμένα από τις ίδιες τις σφαίρες της, τα στιγματίζει κιόλας ως “αντικοινωνικά”· αυτή η κατεξοχήν αντικοινωνική κοινωνία, του στείρου υλισμού και του ραγιαδισμού (μα ειλικρινά, είναι για γέλια αυτή η κοινωνία και είναι και για κλάματα). Αυτή η ίδια κοινωνία μετατρέπει τον Κουτούλια σε έναν γελωτοποιό που κλαίει από τα γέλια και σε έναν τραγωδό που οδύρεται με κλάματα γοερά - κλάματα αντικομφορμιστικά, άνευ καθιερωμένων και συμβατικών ορίων· και ο ίδιος με ευχαρίστηση αποδέχεται αυτόν τον ρόλο (η αποδοχή αυτή είναι, άλλωστε, και η μοναδική του παραχώρηση απέναντί της), κι έχει τον λόγο του που το κάνει αυτό. Ο Κουτούλιας δεν γνωρίζει οριοθετήσεις έξωθεν παραγόντων, τα όρια τα θέτει ο ίδιος, όταν και εάν πρέπει, και, ως ασυμβίβαστος τροβαδούρος, τα θέτει έτσι ώστε να καθίστανται ορατά μόνο για εκείνον. Όσοι φοβάστε το εκτός των μαζών ατομικό "γίγνεσθαι", παρακαλώ προσπεράστε δίχως να βγάλετε μιλιά. Προς υπεράσπιση των λεγομένων μου, μα και του ίδιου του Κουτούλια, καλώ για μάρτυρα τον κύριο Ουίλιαμ Μπάροουζ, να καταθέσει την προσωπική του μαρτυρία για το ποια ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά της γραφής (μας είναι, βέβαια, παντελώς αδιάφορο αν αναφέρεται σε πεζογράφημα ή σε ποίημα, παρ' όλ' αυτά ας σημειωθεί πως πρόκειται για απόσπασμα από το βιβλίο του "Γυμνό Γεύμα"· είναι γεγονός πως τα ίδια λόγια μπορούν να αφορούν και το έργο ενός ποιητή, εν προκειμένω του Κουτούλια): "Μόνο για ένα πράγμα μπορεί να γράψει ο συγγραφέας: για εκείνο που στέκει μπροστά από τις αισθήσεις του τη στιγμή που γράφει... Είμαι ένα όργανο καταγραφής... Δεν θεωρώ ως δεδομένο πως πρέπει να πλασάρω 'υπόθεση' 'πλοκή' 'ροή σεναρίου' και δεν το αποτολμώ... Εφόσον καταφέρνω να καταγράψω Απευθείας τις διεργασίες ορισμένων περιοχών του ψυχισμού τότε μάλλον επιτελώ συγκεκριμένη λειτουργία... Δεν ήρθα για να σας διασκεδασω". Ακριβώς! Δεν ήρθε ο Πάνος για να σας διασκεδάσει! Αν ντύνεται κάπου-κάπου γελωτοποιός, δεν το κάνει για να σας διασκεδάσει, το κάνει για να καγχάσει με τα κακώς κείμενα. Το κάνει για να εξιλεώσει και να εξιλεωθεί. Το κάνει για να αποποιηθεί τη γελοιότητα του "σοβαρού". Το κάνει για να μετατραπεί σε καθρέπτης της γελοιότητας του όλου πράγματος. Το κάνει, εν τέλει, γιατί του αρέσει η αμφίεση και η παντομίμα των δρόμων που δακρύζουν και των αδιεξόδων που συγκρούονται με τη φρίκη.
Οφείλω, όμως, να σταθώ και στην τεχνοτροπία των θαυμάσιων αυτών ποιημάτων· σε καθένα από αυτά, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει τα διαφορετικά στοιχεία και τις ετερόκλητες επιρροές που συγκεντρώνει ο Κουτούλιας. Με εξέπληξε, ομολογώ, ο πλουραρισμός που υπάρχει σε αυτό το βιβλίο, ο πλουραρισμός που κινείται από το χαϊκού στην ποιητική πρόζα (ή, πρόζα σε ποιητικό λόγο - διαβάστε το εκπληκτικό "Παροξυσμός για αμφίβολο νυχτοκάματο", ένα ποίημα θεατρικό μονόπρακτο, ή, ένα θεατρικό μονόπρακτο σε ποίημα), με την ευκολία που ένα γεράκι χυμάει στο θήραμά του. Οι εικόνες σε κάθε ποίημα εναλλάσσονται με κινηματογραφική ταχύτητα, ενώ τα συναισθήματα σε παρασύρουν δίχως εκβιαστικά μέσα -απλά σε αρπάζουν, σε κάνουν δικό τους και στο τέλος κάνουν τις αισθήσεις σου έρμαιο των νοημάτων τους. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στη γραφή του Πάνου, μα τίποτα και εννοώ ΤΙΠΟΤΑ δεν είναι προμελετημένο. Ο όρος "αρχή του ενός" παίρνει, εδώ, εντελώς διαφορετική χροιά απ' την καθιερωμένη. Δεν υπάρχει εξαναγκασμός, απειλή ή δωροδοκία για το προσωπικό σου "συναισθάνεσθαι" στα υποφαινόμενα ποιήματα, εδώ υπάρχει η αβίαστη, εθελούσια εκτίναξη των δικών σας συναισθημάτων. Η έκρηξη είναι τα δικά σας συναισθήματα, που ομογνωμούν με εκείνα των λέξεων που παρουσιάζονται ενώπιόν σας. Η ποίηση του Κουτούλια είναι απλά το φυτίλι που ώθησε αυτήν την έκρηξη, τα συναισθήματα τα οποία a priori διαθέτατε, ίσως όμως να μην τους είχατε δώσει τη δίοδο που χρειάζονταν ώστε να αποκαλυφθούν μέσα – έξω και πέρα από εσάς. Ο Κουτούλιας είναι ο πίδακας που εκτόξευσε το δικό σας "συναισθάνεσθαι" σε άλλα επίπεδα, σε άλλες διαστάσεις. Τελειώνοντας, μπορώ εύκολα να πω πως οι λέξεις “Προϊστορία” και “Ένας” από σήμερα διαθέτουν μια άλλη μελωδικότητα, μια περισσότερο εύηχη ταξινόμηση, μια ταξινόμηση μέσα στην υπέροχη αταξία που μόνο η ελευθερία μπορεί να διαθέτει και -μη το ξεχνάμε ποτέ αυτό- η ποίηση είναι η αδερφή της ελευθερίας – μα, όπως είναι γνωστό, η ελευθερία είναι κάτι το απροσδιόριστο, κι αυτό ακριβώς είναι και η ποίηση (του Κουτούλια και γενικά). Κι όπως είπε και ο Λόρκα:
"Μα τι να σου πω για την Ποίηση; Τι να σου πω γι‘ αυτά τα σύννεφα, γι‘ αυτό τον ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω και τίποτ‘ άλλο".

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

ΟΙ ΕΓΓΑΣΤΡΙΜΥΘΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΛΟΓΟ

Θέτουμε σε δημόσια θέα τις απόψεις μας περί της ανόδου του αυταρχικού λαϊκισμού σ‘ ολόκληρο τον πλανήτη, του τελευταίου ρούχου με το οποίο το Θέαμα, -το σάπιο χάος ενός αυτοαποκαλούμενου πολιτισμού-, προσπαθεί να ντύσει τον ίδιο του τον εαυτό. Για να διασφαλιστεί, ορίζει ένα καστ από ανεγκέφαλους ηλιθίους και κάποιους τσαρλατάνους, -και παρότι στους καιρούς αυτούς, είναι αναγκαιότητα το umour, οι τύποι αυτοί, αν και φαντάζουν κάπως διασκεδαστικοί, είναι άσπονδοι εχθροί του χιούμορ και της σάτιρας, είναι πολύ απλά, μια ανεπαρκής απάντηση-, ένα καστ που περιλαμβάνει τους Trump, τους "Alt-Right" φασίστες στις Η.Π.Α, τους Soldiers of Odin και την Kellie Leitch στον Καναδά, τον Farage και τους αλλοίθωρους Brexiteers στην Μεγ. Βρετανία, την Le Pen, τον Wilders, τον Erdogan, τον Dutetrte, τον Putin, τον Rob Ford, τον Shinzo Abe, τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, την AfD στην Γερμανία, τη θρησκεία και τους φονταμενταλιστές όλων των αποχρώσεων, κι όλους τους άλλους αντιδραστικούς τσαρλατάνους απατεώνες όλων των ειδών, όλοι αυτοί οι άμεσοι κληρονόμοι μιας φασιστικής παράδοσης. Όλοι μαζί, δεν είναι παρά οι επιβλαβείς και δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις ενός μιζεραμπιλικού καπιταλαστικού συστήματος και μιας μπουρζουάδικης ιδεολογίας και κουλτούρας, η οποία είχε κάποτε την εποχή της, κι όμως, αρνείται πεισματικά να πεθάνει.

Η παρούσα περίοδος, είναι χαρακτηριστικά σημαδεμένη από την ανισότητα του πλούτου, τη δύναμη και τη φιλοδοξία, από τον πόλεμο και τον μισογυνισμό, τον ρατσισμό, τις επιθέσεις στο "διαφορετικό", καθώς κι από μια αέναη μάχη κατά του περιβάλλοντος: αυτοί είναι οι κανόνες του σήμερα. Στο θέμα ενημέρωση, σου δίνεται ένα ελάχιστο δικαίωμα επιλογής, μεταξύ των ψευδών ειδήσεων και της καθημερινής τρομολαγνείας των Μ.Μ.Ε (και των online ενσαρκώσεών τους), ένα όχημα δηλαδή της χειραγώγησης του "συναισθάνεσθαι" των μαζών, ένα όχημα συμπαράστασης αυτών των μοντέρνων αυταρχικών λαϊκιστών, ένα όχημα εν τέλει, που θέτει στον καθένα από μας ένα κίβδηλο ερώτημα: είμαστε "μαζί" ή "εναντίον", κι εμείς πρέπει σαν τα ποντίκια να πέσουμε στη δική τους ποντικοπαγίδα.

Σ‘ ολόκληρο τον πλανήτη, έχουμε υπάρξει μάρτυρες της ανισότητας εξίσου το ίδιο από την Αριστερά, -η οποία διοχετεύει μια γνήσια απογοήτευση στην εργατική τάξη-, και του κινδύνου που προέρχεται από μια δεξιού περιεχομένου ομιλίας. Γινόμαστε μάρτυρες του εκτροχιασμού του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας, μέσα στα πλαίσια ενός νεο-αυταρχικού καπιταλισμού ο οποίος πλέον, δε χρήζει αναγκαιότητας ρυθμίσεων του περιεχομένου του διαμέσου προοδευτικών αντιλήψεων, καθώς γινόμαστε μάρτυρες και των αυτοκαταστροφικών τάσεων ενός "απελευθερωτικού μετώπου του άνθρακα" (πχ. των κυνηγών ορυκτών καυσίμων;) κι άλλων περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Όσο επικίνδυνη είναι η νέα (βασικά, όχι και τόσο 'νέα') δεξιά, εξίσου το ίδιο επικίνδυνοι είναι αυτοί οι ψεύτικοι φίλοι της εργασίας και τα παμφάγα στόματα των φιλελευθέρων, οι οποίοι, αρνούνται την 'ύπαρξη' του νέου αυταρχικού λαϊκισμού, και που όταν τους σπρώξεις στα όριά τους (και, επιτρέψτε μας να πούμε, δεν χρειάζεται και τόσο σπρώξιμο), τάσσονται στο πλευρό ενός αρπαχτικού Κεφαλαίου κι ενός ακόμη πιο αδιάλακτου καπιταλισμού, ταγμένου στην ανατροπή των πλεονεκτημάτων και των περιορισμένων μεταρυθμίσεων τα οποία κέρδισαν με την πάλη τους οι προηγούμενες γενεές. Συνεχίζουν χωρίς να αναφέρουν φυσικά, πώς εμείς, δεν έχουμε ψευδαισθήσεις μιας επιστροφής σε μια "χρυσή εποχή" μιας φιλελεύθερης ή κοινωνικά δημοκρατικής μετριότητας. Αυτό που απαιτούμε είναι απόλυτη και ριζική απόκλιση απ‘ το παρελθόν και τον καταποντισμό καθεστώτων όπου κυρίαρχη θέση κατέχει ο μιζεραμπιλισμός.

Όσοι θέτουμε τους εαυτούς μας σιμά του Υπερρεαλιστικού κελεύσματος για ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΑΓΑΠΗ, ΠΟΙΗΣΗ κι ΕΠΙΘΥΜΙΑ, παραμένουμε αδιαπραγμάτευτα διεθνηστές, καθώς και στεκόμαστε πάντα στο πλάι των ΕΞΕΡΓΕΜΕΝΩΝ κατά της παλίρροιας του μιζεραμπιλισμού. Μένουμε εκτός της κϊβδηλης αντίφασης μεταξύ φιλελευθερισμού και συντηρητικών εναλλακτικών λύσεων για ένα καπιταλιστικό παρών. Καλούμε όλους τους Υπερρεαλιστές να εγκαταλείψουν την ολοκλήρωση του Θεάματος μέσω μιας καριέρας, καλούμε σε συνεργασία θέτοντας όλο και περισσότερα καθεστώτα σε κίνδυνο, καλούμε σε αναζήτηση - να ανακαλύψουμε εναλλακτικές λύσεις μέσω της παρατήρησης, του παιχνιδιού, του πειραματισμού και των "υπερρεαλιστικών δρόμων".

Μπείτε στον δρόμο της ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ - αυτός ο σάπιος πολιτισμός μπορεί να πεθαίνει, μα αν δεν τον χτυπήσουμε, δεν πρόκειται να πέσει!

Jason Abdelhadi (Chimaera Surrealist Group [Ottawa]), Gale Ahrens, Dunja Apostolov (Chimaera Surrealist Group [Ottawa]), Daphnee Azoulay, Jay Blackwood, Jean Bonin and Banana Meinhoff, Maria Brothers, Miguel de Carvalho, Eugenio Castro (Surrealist Group in Madrid), Casi Cline, Steven Cline, Dominick Coppi, Miguel Corrales, Andres Devesa (Surrealist Group in Madrid), Angel Dionne, Pascale Dube, Guy Ducornet, Vincente Gutierrez Escudero (Surrealist Group in Madrid), Javier Galvez (Surrealist Group in Madrid), Beth Garon, Paul Garon, Audrey Girard (Chimaera Surrealist Group [Ottawa]), Christian Girard, Josse de Haan, Janice Hathaway, Dale Michael Houstman, Karl Howeth, Bruno Jacobs (Surrealist Group in Madrid), Alex Januario, Philip Kane, Lorna Kirin, Stephen Kirin, Laura Lake (Chimaera Surrealist Group [Ottawa]), Megan Leach, Patrick Lepetit, Rik Lina, Michael Lowy, Lurdes Martinez (Surrealist Group in Madrid), Paul McRandle, David Nadeau, Noe Ortega (Surrealist Group in Madrid), Hans Plomp, John Richardson, Jesus Garcia Rodriguez (Surrealist Group in Madrid), Jose Manuel Rojo (Surrealist Group in Madrid), Penelope Rosement, Patrick Sampler, Pieter Schermer, Arthur Spota, Dan Stanciu, Wijnand Steemers, Thomas D. Typaldos, Laurens Vancrevel, Michael Vandelaar, Allan Viliu, Her de Vries, Richard Walter, John Welson, Bill Wolak and Angel Zapata (Surrealist Group in Madrid), April - May 2017

φωτο: Michael Lowy, Paysage interieur 1, collage, 1993

Τετάρτη 3 Μαΐου 2017

ΚΑΒΑΦΗΣ-ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ: βίοι παράλληλοι(;) (εισαγωγή)

Είναι σίγουρα οι δύο ποιητές που με τον νεοτερισμό στη γραφή τους, επηρέασαν όσο κανείς άλλος, τους μεταγενέστερους αυτών ποιητές, δημιουργώντας, (άθελά τους), νέους τρόπους έκφρασης και σχολές που θα φοιτούσαν σ‘ αυτές, όλος ο ανθός της νεοελληνικής ποίησης.
Οι δυο αυτοί ποιητές, μπορεί ποτέ να μη συναντήθηκαν, σίγουρα, ο τρόπος της γραφής τους να ήταν εντελώς διαφορετικός (με πρώτιστη διαφορά, η οποία διαφαίνεται με μια και μόνη ανάγνωση τους, η χρήση ελεύθερου στίχου από τον Καβάφη, η χρήση της ομοιοκαταληξίας από τον Καρυωτάκη), είχαν όμως κοινά χαρακτηρηστικά στη θεματολογία των ποιημάτων τους και στη στάση της ζωής τους (είχαν και οι δυο απεριόριστη λαχτάρα να ζήσουν στ‘ άκρα όσο κι αν αυτό μοιάζει σε πολλούς να μην το διαθέτει ο Καρυωτάκης, κι όμως, το διέθετε στο μέγιστο βαθμό).
Ας δούμε όμως ποια κοινά στοιχεία και ποιες διαφορές είχαν στην ποίηση και τη ζωή τους αυτοί οι μεγάλοι ποιητές:

Στη θεματολογία της ποίησης του Καβάφη, υπερισχύουν τρία στοιχεία: το ερωτικό, το κοινωνικοπολιτικό και οι ιστορικές αναφορές. Στη θεματολογία της ποίησης του Καρυωτάκη, υπερισχύουν εξίσου τρία στοιχεία, με ένα από αυτά, να διαφοροποιείται από εκείνη του Καβάφη. Υπάρχουν λοιπόν τα εξής τρία στοιχεία: το ερωτικό, το κοινωνικοπολιτικό και η μεταφυσική ανησυχία.
Όσο αφορά την ζωή των δύο ποιητών, κι εδώ βρίσκουμε πολλά κοινά και κάποιες ελάχιστες διαφοροποιήσεις: ήταν και οι δυο δημόσιοι υπάλληλοι, μόνο που ο Καβάφης, έχει μόνιμη έδρα εργασίας (και κατά συνέπεια, τόπο διαμονής) την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Καρυωτάκης, παίρνοντας τη μια μετάθεση μετά την άλλη, πηγαίνοντας από τη μια πόλη στην άλλη, μέσα σε μια παρακμιακή Ελλάδα του μεσοπολέμου, θυμίζει περιπλανόμενο Ιουδαίο, ή, νομά αθίγγανο που έχει για πατρίδα του, το όπου ξημερώσει. Δείχνουν και οι δυο μεγάλη αγάπη στις γυναίκες χαλαρών ηθών (όπως τις στιγματίζει ο κοινωνικός ιστός ασχέτου εποχής). Ο ένας (Καβάφης), θα επιλέξει να μείνει σε όροφο σπιτιού που ακριβώς από κάτω του, λειτουργούσε ένας οίκος ανοχής, ενώ ο άλλος, θα γυρέψει ουκ ολίγες φορές να γευτεί τους χυμούς του αγοραίου έρωτα, και θα το κάνει σε τέτοιο βαθμό που οι εχθροί του θα τολμήσουν να του καταλογίσουν πώς υπήρξε μαστροπός. Ταυτόχρονα, υπάρχει και η φήμη (μύθος;) πως είχε ασθενήσει από την ωχρά σπειροχαίτη (ιός της σύφιλης) έχοντας κολλήσει το μικρόβιο από μία συνεύρεσή του με μια κοπέλα των καφέ αμάν. Αυτό το επιβεβαιώνει το ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη, μα το διέψευσε δύο-τρία χρόνια πριν τον θάνατό του σε μια εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού, ο αδερφός του ποιητή, Θάνος Καρυωτάκης.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Από το "ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ"

   Τι πρόκειται να συμβεί στο κορμί και το μυαλό μου, όχι την επόμενη ώρα, μα το επόμενο λεπτό. Ποια σεισμική δόνηση στο υπέδαφοε, πρόκειται να διαταράξει τα πλέον απόκρυφά μου συναισθήματα; Εκείνα τα ύπουλα, τα φθονερά συναισθήματα, των οποίων, ούτε εγώ ο ίδιος που είμαι ο φορέας τους, που είμαι η βραδυπορούρα μήτρα που τα κυοφορεί, δε γνωρίζω την ύπαρξή τους; Τι κρύβει η σκιά των ατελέσφορων γεγονότων; Θέτουμε ως πρώτιστο καθήκον της ζωής μας την αναζήτηση της "χαμένης μυχιότητας"; Κι αν ναι, ο θάνατος γιατί μπερδεύεται στα πόδια μας σαν χαδιάρικο γατάκι; Μήπως η ζωή, δεν είναι η απάντηση που περιμένουμε;
   Ίσως τελικά, τα πάντα να κρύβουν τη ματαταιότητα. Οι εικόνες και οι λέξεις, να πέφτουν σαν χαλάζι βομβών πάνω σε τυφλόμυγες και δίπλα σε κωφών ώτα. Ίσως -εν τέλει-, ν‘ αρκούσε απλά η αβρότητα μιας υπόκλισής μου ενώπιόν σας, και με τον πιο ταπεινό τρόπο, ν‘ αφήσω από τις τσέπες μου να ξεπεταχθεί, ο τριακοστός τέταρτος γαλαξίας που με καθορίζει και μετά, να σας συστηθώ: είμαι η Επιτομή της Μοναχικότητας και δεν ζητώ (γνωρίζοντας τον τρόμο που δημιουργεί στους πολλούς το συναίσθημα αυτό), ούτε τη λύπηση μα ούτε τον οίκτο κανενός. Πάντα ο μοναχικός άνθρωπος, μοιάζει στα μάτια των πολλών, ως το πιο άξιο για τον οίκτο τους πλάσμα. (Σας βλέπω μες στ‘ ακριβά σας αυτοκίνητα, παρφουμαρισμένοι με το χρύσο άγγιγμα του Μίδα, πλαισιωμένοι με λιπόσαρκες κυρίες, έχοντας χαραγμένο με το νύχι τους στα πρόσωπά τους, ένα σμάλτο χαμογέλιου. Οδεύεται στα gala του φιλανθρωπισμού των εκατό εκατομμυρίων ευρώ, τ‘ οποία χάνονται στην εκχύλινση των υδάτων). Είμαι μόνος μα είμαι χίλιοι ακόμη άνθρωποι πάνω σε βαλβίδα μηχανήματος υποστήριξης ζωτικών οργάνων. Τοποθετώ τα συναισθήματά μου, σ‘ ένα βάζο από πάγο. Η διατήρησή τους μόνο, υπερβαίνει τη λογική τους.

φωτο: Salvador Dali, Swans Reflecting Elephants, 1937

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

ΡΑΨΩΔΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΟΛΟΝΟΣΚΟΠΗΣΗ

                      Στον Ηλία Μέλιο

Ο ξυλοπόδαρος καταπίνει το σύννεφο
Μια αεροστεγής βαλβίδα
Συγκρατεί συμπιεσμένες ανατριχίλες
Στο κολάντερο μιας παρανυχίδας
   που σνιφάρει πρωτόλεια
Ομάδες χαϊκού Κατεβάζουν το φερμουάρ του πλανήτη
Ανακαλύπτουν τη μαγική φράση
Την πασπαλίζουν με γιορντάνια
Την κραυγάζουν σε προϊστορικά πρηνά
Τη θαμπώνουν με το μέλι
Την προδίδουν στα πορτοκάλια
Τη μαγική τη φράση:

"Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι!"

-Θ.Δ.Τυπάλδος-

φωτο: κολάζ Μαλτέζος Μαλτέζου