Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΟΥΛΙΑΣ: ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ, (εκδ:ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ)

Πόσο υποκειμενική ματιά μπορεί να διαθέτει κάποιος για ένα βιβλίο, το οποίο περίμενε να γίνει πραγματικότητα περίπου δύο χρόνια και κάτι; Από την άλλη, πόση αντικειμενικότητα μπορεί να διακατέχει ένα βιβλίο που τιτλοφορείται “Προϊστορία για έναν”;
Για το πρώτο σκέλος του ερωτήματος αυτού, η απάντηση δεν θα δοθεί -όχι, τουλάχιστον, με άμεσο τρόπο-. Για το δεύτερο, η απάντηση είναι: ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ! Η “Προϊστορία για έναν” μπορεί να προσδίδει σαν τίτλος μια ατομική έκφανση, δεν προσδίδει όμως ατομισμό. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με έναν Stirner, δεν ομιλούμε για κάποια ιδιοκτησία ΚΑΠΟΙΟΥ ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ, έχουμε να κάνουμε, όμως, με τη δημόσια παρακαταθήκη ενός ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ -υποκειμενικότητα; Μπορεί να εκφράζω μια άκρως υποκειμενική κρίση, εκφράζω πάντως τη δική μου κρίση- ΠΟΙΗΤΗ, που ακούει στο όνομα Πάνος Κουτούλιας. Ο Κουτούλιας είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση εικοσάχρονου ποιητή (καλό είναι να ξεχωρίσουμε ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ σε τούτη την χώρα πως άλλο πράγμα είναι να γράφεις ποίηση και εντελώς άλλο το να είσαι ποιητής: ποιητής σημαίνει μουσκεύω στο μελάνι, μα πρωτίστως ζω την ποίηση, την διδάσκομαι στην κάθε μου μέρα και στην κάθε μου ανάσα - μεταγγίζω μελάνι στις αρτηρίες μου και χωροταξινομώ μάτια και μυαλό με λέξεις, δικές μου μα και των άλλων). Είναι λοιπόν ένας ποιητής, ένας ποιητής ΑΠΟΛΥΤΡΩΜΕΝΟΣ, κι εξηγούμαι: ο Walter Benjamin λέει πως "μόνο η απολυτρωμένη ανθρωπότητα είναι βέβαια σε θέση να δεχτεί ολοκληρωτικά το παρελθόν της". Έτσι ακριβώς και ο απολυτρωμένος ποιητής, είναι σε θέση να δεχτεί ολοκληρωτικά το παρελθόν του - να το δεχτεί, όχι να γονατίσει μπροστά του σαν τον σκλάβο, που αμίλητος θα υπομείνει το μαστίγιο που θα χαράξει το "είναι" του· και ο Κουτούλιας είναι πρώτα ένας απολυτρωμένος ποιητής και μετά ένας ιερόσυλος. ΠΡΟΣΟΧΗ! Μην παρεξηγηθεί η λέξη "ιερόσυλος". Ο ιερόσυλος, ως επιθετικός προσδιορισμός, χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο ο οποίος βεβηλώνει έναν ιερό χώρο προς ίδιον όφελος. Ο Κουτούλιας βεβηλώνει ό,τι αγαπά -στην προκειμένη περίπτωση την ποίηση στο όποιο ύφος της, μια και η γνώση του πάνω σ‘ αυτή είναι απίστευτα μεγάλη-όχι για κάποιο προσωπικό όφελος, όχι για μικροπρεπείς σκοπούς, μα για να την πάει ένα βήμα παρακάτω. Γνωρίζοντας τον Κουτούλια, ξέρω πολύ καλά την αγάπη που είχε πάντα για το Dada και τον υπερρεαλισμό, μα, ταυτόχρονα, αγαπάει και τον ρομαντισμό, και τον κλασικισμό, τον παρνασσισμό, τον υπαρξισμό, πράγματα ανόμοια μεταξύ τους - κι όμως, ο Κουτούλιας μπορεί και τα φέρνει εντός του και, πραγματικά κατέχοντάς τα, πάει τη γραφή του, μα και την ίδια την ποίηση, ένα βήμα πιο πέρα -ενδεχομένως και περισσότερα-. Έχει μια απαράμιλλη δυνατότητα να πετάει από το ένα είδος στο άλλο, δίχως να χάσει πουθενά το ηχόχρωμα και την τονικότητά του, σε κανένα σημείο. Πολλές φορές, διαβάζοντας ποιήματά του, διαβάζεις τη μουσικότητα των λέξεών του. Ένα νταπ-νταπ-νταπ ομογενοποιείται με μοναδική ευχέρεια, ένα γοργό νταπ-νταπ-νταπ, που καταλήγει σε ένα μακρόσυρτο νταππππππππππ, που σ‘ αφήνει εν κατακλείδι άφωνο, αμετακίνητο στη θέση σου, να μην ξέρεις αν τελικά διάβασες ένα ποίημα ή άκουσες μια μακρινή, επίγεια μουσική σύνθεση – αν απήγγειλες ή τραγούδησες· τραγούδησες ή χόρεψες δίχως να χορέψεις. Σ‘ αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του Κουτούλια, βρίσκει κανείς εύκολα την κληρονομιά που άφησε στην παγκόσμια ποίηση λ.χ. ο Μαλλαρμέ, κι αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα του απολυτρωμένου ποιητή που ολοκληρωτικά έχει δεχθεί το παρελθόν του, διότι οι επιρροές του Κουτούλια είναι πολλές, μα δεν είναι εμφανείς. Ο Κουτούλιας αγαπά, δεν μιμείται. Και μετά έρχεται η αφιέρωση στη μνήμη του Νίκου Καρούζου, άλλη μια πηγή έμπνευσης - άλλο ένα “απολύτρωσης στοιχείο”. Αν θα μπορούσα να φανταστώ την ποίηση ως μία τάξη σχολαρχείου, τον Καρούζο και τον Κακναβάτο καθηγητές και τον Κουτούλια μαθητή τους, είμαι σίγουρος πως παρότι θα ήταν ο πιο ταραξίας στην τάξη, θα ήταν, ταυτόχρονα, και ο πιο αγαπημένος τους μαθητής, μια και θα διέκριναν εύκολα πως οι σκανταλιές του προέρχονται από το ανήσυχο πνεύμα που τον κατακυριεύει, ενώ θα διέκριναν με μεγάλη ευκολία και τον σεβασμό του έναντι αυτών και της ποίησης. Φευ! Ας πάμε παρακάτω παρακαλώ σας! Ας μιλήσουμε λίγο για το καυστικό χιούμορ του ποιητή, το καυστικό, το σαρκαστικό, μα ουχί εκλαϊκευμένο ή επιτηδευμένο, χιούμορ, το σχεδόν βλάσφημο χιούμορ του. Στίχοι σαν τους παρακάτω ακουμπούν το υπερρεαλιστικό στοιχείο (το ακουμπούν μα δεν εμμένουν σ' αυτό): “Οι γονείς μας μάς συνέλαβαν /το να μας καταλάβαιναν, κιόλας, / θα ‘ταν τουλάχιστον γελοίος /πλεονασμός” (“Μια θλίψη στην τιμή των δύο”), “Αυτό το διάφραγμα δεν είναι να στηρίζεσαι· / θολή γκραβούρα / μιας πάλαι πότε υπακοής, / μιας υπό αμφισβήτηση υπηκοότητας. / Ασκεί τον τουρισμό του / στα τεθωρακισμένα μου” (“Ακριβές”), “της πιο κατατρεγμένης ευτυχίας / το τέχνασμα / -πρόσχωμεν-” (“Ψυχογραφία για πολλούς”). Μετά το καυστικό χιούμορ, έρχεται συνήθως ο κλαυσίγελος: “Κι ούτε και παίζουμε στο "Saw" / να μας διδάξουν /διεφθαρμένες μαριονέτες ενσυναίσθησης / τ' αρνητικά μεγέθη των παθών μας” (“Ιστορικό”), “Μία Ζωή / τι την έχετε; [...] Έναν Θάνατο /ακουστά τον έχετε;” (“Σπασμωδικό μου”). Αυτό το αβίαστο, το σχεδόν ακατέργαστο χιούμορ του Κουτούλια, που με ευκολία προκαλεί εξίσου το γέλιο, μα και το δάκρυ... Αυτή η καυστικότητα, που ακουμπά τον κλαυσίγελο... Αυτός ο ατομικισμός (για να επανέλθω στην αρχή του κειμένου και στον τίτλο της συλλογής), που ακουμπά τα κοινωνικά πεπραγμένα, μιας κοινωνίας αντικοινωνικής που “σκοτώνει τα παιδιά της” (βλ. τα ποιήματα “So”, “Αντικοινωνική Μπαλάντα”) και, έπειτα, αφού κείτονται σκοτωμένα από τις ίδιες τις σφαίρες της, τα στιγματίζει κιόλας ως “αντικοινωνικά”· αυτή η κατεξοχήν αντικοινωνική κοινωνία, του στείρου υλισμού και του ραγιαδισμού (μα ειλικρινά, είναι για γέλια αυτή η κοινωνία και είναι και για κλάματα). Αυτή η ίδια κοινωνία μετατρέπει τον Κουτούλια σε έναν γελωτοποιό που κλαίει από τα γέλια και σε έναν τραγωδό που οδύρεται με κλάματα γοερά - κλάματα αντικομφορμιστικά, άνευ καθιερωμένων και συμβατικών ορίων· και ο ίδιος με ευχαρίστηση αποδέχεται αυτόν τον ρόλο (η αποδοχή αυτή είναι, άλλωστε, και η μοναδική του παραχώρηση απέναντί της), κι έχει τον λόγο του που το κάνει αυτό. Ο Κουτούλιας δεν γνωρίζει οριοθετήσεις έξωθεν παραγόντων, τα όρια τα θέτει ο ίδιος, όταν και εάν πρέπει, και, ως ασυμβίβαστος τροβαδούρος, τα θέτει έτσι ώστε να καθίστανται ορατά μόνο για εκείνον. Όσοι φοβάστε το εκτός των μαζών ατομικό "γίγνεσθαι", παρακαλώ προσπεράστε δίχως να βγάλετε μιλιά. Προς υπεράσπιση των λεγομένων μου, μα και του ίδιου του Κουτούλια, καλώ για μάρτυρα τον κύριο Ουίλιαμ Μπάροουζ, να καταθέσει την προσωπική του μαρτυρία για το ποια ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά της γραφής (μας είναι, βέβαια, παντελώς αδιάφορο αν αναφέρεται σε πεζογράφημα ή σε ποίημα, παρ' όλ' αυτά ας σημειωθεί πως πρόκειται για απόσπασμα από το βιβλίο του "Γυμνό Γεύμα"· είναι γεγονός πως τα ίδια λόγια μπορούν να αφορούν και το έργο ενός ποιητή, εν προκειμένω του Κουτούλια): "Μόνο για ένα πράγμα μπορεί να γράψει ο συγγραφέας: για εκείνο που στέκει μπροστά από τις αισθήσεις του τη στιγμή που γράφει... Είμαι ένα όργανο καταγραφής... Δεν θεωρώ ως δεδομένο πως πρέπει να πλασάρω 'υπόθεση' 'πλοκή' 'ροή σεναρίου' και δεν το αποτολμώ... Εφόσον καταφέρνω να καταγράψω Απευθείας τις διεργασίες ορισμένων περιοχών του ψυχισμού τότε μάλλον επιτελώ συγκεκριμένη λειτουργία... Δεν ήρθα για να σας διασκεδασω". Ακριβώς! Δεν ήρθε ο Πάνος για να σας διασκεδάσει! Αν ντύνεται κάπου-κάπου γελωτοποιός, δεν το κάνει για να σας διασκεδάσει, το κάνει για να καγχάσει με τα κακώς κείμενα. Το κάνει για να εξιλεώσει και να εξιλεωθεί. Το κάνει για να αποποιηθεί τη γελοιότητα του "σοβαρού". Το κάνει για να μετατραπεί σε καθρέπτης της γελοιότητας του όλου πράγματος. Το κάνει, εν τέλει, γιατί του αρέσει η αμφίεση και η παντομίμα των δρόμων που δακρύζουν και των αδιεξόδων που συγκρούονται με τη φρίκη.
Οφείλω, όμως, να σταθώ και στην τεχνοτροπία των θαυμάσιων αυτών ποιημάτων· σε καθένα από αυτά, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει τα διαφορετικά στοιχεία και τις ετερόκλητες επιρροές που συγκεντρώνει ο Κουτούλιας. Με εξέπληξε, ομολογώ, ο πλουραρισμός που υπάρχει σε αυτό το βιβλίο, ο πλουραρισμός που κινείται από το χαϊκού στην ποιητική πρόζα (ή, πρόζα σε ποιητικό λόγο - διαβάστε το εκπληκτικό "Παροξυσμός για αμφίβολο νυχτοκάματο", ένα ποίημα θεατρικό μονόπρακτο, ή, ένα θεατρικό μονόπρακτο σε ποίημα), με την ευκολία που ένα γεράκι χυμάει στο θήραμά του. Οι εικόνες σε κάθε ποίημα εναλλάσσονται με κινηματογραφική ταχύτητα, ενώ τα συναισθήματα σε παρασύρουν δίχως εκβιαστικά μέσα -απλά σε αρπάζουν, σε κάνουν δικό τους και στο τέλος κάνουν τις αισθήσεις σου έρμαιο των νοημάτων τους. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στη γραφή του Πάνου, μα τίποτα και εννοώ ΤΙΠΟΤΑ δεν είναι προμελετημένο. Ο όρος "αρχή του ενός" παίρνει, εδώ, εντελώς διαφορετική χροιά απ' την καθιερωμένη. Δεν υπάρχει εξαναγκασμός, απειλή ή δωροδοκία για το προσωπικό σου "συναισθάνεσθαι" στα υποφαινόμενα ποιήματα, εδώ υπάρχει η αβίαστη, εθελούσια εκτίναξη των δικών σας συναισθημάτων. Η έκρηξη είναι τα δικά σας συναισθήματα, που ομογνωμούν με εκείνα των λέξεων που παρουσιάζονται ενώπιόν σας. Η ποίηση του Κουτούλια είναι απλά το φυτίλι που ώθησε αυτήν την έκρηξη, τα συναισθήματα τα οποία a priori διαθέτατε, ίσως όμως να μην τους είχατε δώσει τη δίοδο που χρειάζονταν ώστε να αποκαλυφθούν μέσα – έξω και πέρα από εσάς. Ο Κουτούλιας είναι ο πίδακας που εκτόξευσε το δικό σας "συναισθάνεσθαι" σε άλλα επίπεδα, σε άλλες διαστάσεις. Τελειώνοντας, μπορώ εύκολα να πω πως οι λέξεις “Προϊστορία” και “Ένας” από σήμερα διαθέτουν μια άλλη μελωδικότητα, μια περισσότερο εύηχη ταξινόμηση, μια ταξινόμηση μέσα στην υπέροχη αταξία που μόνο η ελευθερία μπορεί να διαθέτει και -μη το ξεχνάμε ποτέ αυτό- η ποίηση είναι η αδερφή της ελευθερίας – μα, όπως είναι γνωστό, η ελευθερία είναι κάτι το απροσδιόριστο, κι αυτό ακριβώς είναι και η ποίηση (του Κουτούλια και γενικά). Κι όπως είπε και ο Λόρκα:
"Μα τι να σου πω για την Ποίηση; Τι να σου πω γι‘ αυτά τα σύννεφα, γι‘ αυτό τον ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω και τίποτ‘ άλλο".