Ένας πελιδνός προσκυνητής στης Μέκκας τις ανηφόρες, στέκεται
και στοχάζεται από πού βγαίνει η Αστάρτη. Μεθυσμένα αποδημητικά πουλιά, κλωσούν
τον Αύγουστο στου Φλεβάρη τις χειροπέδες. Μεταμφιεσμένη κοπέλα, (μεταμφιεσμένη
σε κάποια άλλη), στήνει την πραμάτεια της έξω από χωματερή δημοσίων θεαμάτων.
Προσέχει τη σκιά της μη και χτυπήσει πάνω σε τζάμι ραγισμένο. Μεταφορείς
μεταφέρουν μία ξύλινη κούκλα. Η κούκλα δυσανασχετεί με το κρύο άγγιγμά τους, μα
δεν καταφέρνει να τους ξεφύγει. Μία κυρία της αστικής τάξης, προσκαλεί στα
ιδιαίτερά της δωμάτια, μία ξένη γυναίκα – μεριμνεί έτσι ώστε τα πάντα να της
φανούν χρυσοποίκιλτα και καθαρά μέσα στην ακαθαρσία. Το ενυδρείο της όμως την
προδίδει: μία μέδουσα εντός του άφησε τα κόπρανά της. Πόσο όμορφη η μέρα αυτή
που ξεκινά, πόσο μεγάλη κι αστείρευτη μοιάζει. Πέντε πυροβολισμοί καρφώνονται
πάνω σε πέντε πιάνα κι η μουσική ξεκινά και τα πάντα παρασύρει.
«Γιατί δεν με αγαπάτε;» ούρλιαξε η προσωπογραφία στον πίνακα. «Αποτυπώσατε
τη μορφή μου μα επιδεκτικά, αγνοήσατε τη ψυχή μου!»
Στραμμένη προς τους θεατές, η αυλαία ανοίγει και κλείνει… Κλείνει κι
ανοίγει ακριβώς όπως κλείνουν κι ανοίγουν τα βλέφαρα της γάτας. Οι ηθοποιοί,
στέκουν αμίλητοι, ασάλευτοι στο κοινό. Δεν μιλάνε, δεν τραγουδάνε, απλά στέκουν
σε προσοχή αναμένοντας, χωρίς να ξέρουν κι οι ίδιοι τι. Το κοινό δυσανασχετεί.
Η αναμονή μεγάλη. Κάποτε, ο σκηνοθέτης βγαίνει στη σκηνή και ζητώντας συγγνώμη
τούς εξηγεί πως οι ηθοποιοί, είναι εδώ και καιρό νεκροί. Γιουχαΐσματα, βρισιές κι
απειλές εκτοξεύονται και το θέατρο βρυχάται:
«Ως πότε θα μας περνάτε για χαζούς; Ως πότε θα μας παίρνετε τα λεφτά και
θα μας αφήνετε δίχως άρτο, δίχως θεάματα; Τα λεφτά μας πίσω!»
Η στρυφνή μάγισσα ξεπροβάλει μέσα απ’ της μαρμότας το πιθάρι. Γελά με
νόημα καθώς κινεί κυκλικά το ραβδί της, μία δεξιόστροφα, μία αριστερόστροφα κι αρχίζει κατάρες να ρίχνει στους
προβοκάτορες της σήψης. Ο Μινώταυρος παίρνει μέρος σε ταυρομαχίες – είναι ο
τορέρο και μία Αμαζόνα είναι ο ταύρος. Η Πασιφάη στις κερκίδες καμαρώνει το γιο
της. Καρφίτσες πέφτουν στ’ άχυρα και τα ματώνουν. Η οργή που ξεχειλίζει στην
κουζίνα, βολεύεται μπροστά στης τηλεόρασης τούς δέκτες. Μετά από εγχείρηση
ρουτίνας, ο ασθενής σώζεται μα ο γιατρός πεθαίνει. (Αν όλα τα παιδιά της Γης/
δίνανε τα χέρια κι άρχιζαν χορό/ο κύκλος θα γινότανε πολύ-πολύ μεγάλος/ κι
όλους τους δασκάλους θα σκότωνε θαρρώ).
Στο θέατρο συνεχίζονται οι διαμαρτυρίες. Ο σκηνοθέτης παρακαλεί να
ηρεμήσουνε τα πνεύματα και υπόσχεται πως η παράσταση θα ξεκινήσει ακόμη και με
πεθαμένους τους ηθοποιούς.
«Φτάνει πια η κοροϊδία! Αρκεί ο εμπαιγμός! Τα λεφτά μας πίσω ή το κεφάλι
σου σε πιατέλα να μας φέρουν!»
Οι ηθοποιοί, παραμένουν ασάλευτοι, αμίλητοι, με βλέμματα χαμένα. Μπορεί
να μην γνωρίζουν τι περιμένουν, μοιάζουν όμως κάτι να ξέρουν γι’ αυτή τη
συνωμοσία που άλλος κανείς δεν το ξέρει. Τι όμορφη η μέρα η σημερινή, τι όμορφα
που κλαίει το αηδόνι. Στα κλαδιά των δέντρων μία άρπα ξύνει τις χορδές της και
μία κιθάρα γλυκοχαράζει στις μπιγκόνιες. Θα προσπαθήσουμε ξανά τα κύμβαλα να
θροΐζουν, και μέσα στη θαλπωρή των στοχασμών μας, θα φυτρώσουν μανιτάρια.
φωτογραφία: Hans Bellmer, Die Puppe, 1934
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου