(απόδοση:
Θ.Δ.Τυπάλδος)
Έλα
πιο κοντά.
Είμαι
το μοναδικό παιδί στην εξορία.
Εδώ
κι εκεί
Κι
αυτή τη στιγμή θα πεθάνω στη στιγμή.
Εύχομαι
να ήταν εδώ ο Max
Ernst.
Απέρριψα
το γενικό
Και
Αυτή
η γενειάδα είναι δεσμά
Κι
αν εσύ το θέλεις
Κάλεσε
το πτώμα αυτού του χωρικού να επιστρέψει
απ’
τους τάφους του άγνωστου
Θα
τον αποδεχτώ
Ως
διαιτητή ανάμεσά μας.
Δεν
πρόκειται να κλέψει την οσμή μου
Όπως
οι άνθρωποι που διασχίζουν τους δρόμους.
Ε,
χωρικέ
Έλα
κι άκουσέ μας.
Είμαστε
οι μοναδικοί
Ξένοι
Στο
όνομα των Διασταυρώσεων.
Όταν
τα χαμόγελα γεννιούνται
Ανάμεσα
στη Φωτιά και τη φωτιά
Πεθαίνω
απ’ το κρύο.
Δεν
μπορώ να ερμηνεύσω τους εφιάλτες μου.
Είμαι
κουρασμένος
Είμαι
πάντα κουρασμένος.
Διδάχθηκα
λογοτεχνία σαν ένας στρατιώτης
Με
τις τσέπες του γεμάτες με χιλιάδες
στρατεύματα
Για
να κατακτήσουν χιλιάδες στρατηγούς
Που
γράφουν για τον θάνατο εννοώντας τον
θάνατο των εχθρών.
Αγαπημένη,
Έλα
πιο κοντά.
Καρατόμησε
αυτόν τον τάφο με το δρεπάνι σου.
Κανένας
δίκαιος θάνατος
Δεν
πρόκειται να μας δικάσει.
Ο
άνεμος μαζί σου και η λάσπη.
Και
σε ξορκίζω με του Λόρκα τα Δάχτυλα
Και...
Κι
οι αναβιώσεις του λεπτού χωρικού
Έρχονται
και λένε αυτό που επιθυμείς.
Στ’
όνομα της ζεστής άνοιξης
Ο
ιδρώτας της γης είναι το δικό σου κρασί.
Η
όμορφη βροχή πεθαίνει.
Κλαίω
για ‘κείνη
Και
το φως κλαίει μαζί μου
Χτυπάει
στο στήθος μου και κλαίει κι αυτό για
‘κείνη.
Για
να επιστρέψει η βροχή
Και
να Γκρεμίσει τον ουρανό
Μην
καπνίζεις τα σπασμένα μου κόκκαλα.
Το
καμένο δάσος απήχθη από άγνωστους.
Και
μην καπνίζεις τους δακρυσμένους ποταμούς.
Οι
ποταμοί κοιμούνται σαν έμβρυα νεκρά
Σαν
τον θαμμένο κόσμο.
Στ’
όνομα του καπνού της παιδικής ηλικίας
Δες
αυτό το χταπόδι μες στην έρημο.
Κλαίει.
Τα
παιδιά του τρώνε τα χέρια του.
Φίλε
μου Χωρικέ
Πες
την αλήθεια
Για
τα ναυάγια και τους κολυμβητές
Και
τη σύγχυση μεταξύ του πνιγμού και του
πνιγμού.
Είμαι
ο δολοφόνος.
Η
μνήμη μου είναι η αναπνοή του δολοφόνου.
Πες
την αλήθεια
Προτού
προσφέρεις το κεφάλι σου στον πάγο.
Πες
την αλήθεια
Προτού
προσφέρεις τα μάτια σου σε έφηβους
φιλοσόφους
Για
να τα κατασπαράξουν
Γιατί
ήρθες εδώ;
Φοβάσαι
των πόλεων το σκοτάδι;
Έλα
Έλα
πιο κοντά
Κι
απελευθέρωσε τα Θλιμμένα σου ποιήματα.
Έχω
χωρίσει
Σαν
κι εσένα
Χλωμός
Μέσα
σε μια αντίστροφη διαμόρφωση
Μπερδεμένες
αισθήσεις
Κοιμούνται
Και
η ανάσα μου τραυλίζει στον νεκρό αέρα.
Αναπνέω
Και
θυμάμαι
Και
Κοιμάμαι ξανά
Σαν
ένα νεκρό χαμόγελο
Σαν
ένα νεκρό φρούτο.
Πίνω
τον ιδρώτα των ψευδαισθήσεων.
Πιστεύω
αυτή η απόρριψη είναι μία φίλη του φωτός.
Κι
είμαι ψηλότερος απ’ τον θάνατο.
Κατέχω
πολλές ιστορίες
Σαν
μία κηλίδα σκόνης πάνω σε μεγάλη σκηνή.
Έλεγα:
τα παιδιά με δάγκωσαν με βράχους
Ή
με σάκους γεμάτους με όνειρα.
Έλεγα:
γι’ αυτό έγραφα ποιήματα
Όπως
τα δέντρα φοβούνται τον ήλιο, αυτά τα
δέντρα που έχουν
κρυφτεί
μέσα στις ξερές τους ρίζες.
Έλεγε:
αυτοί οι φόβοι της θάλασσας με άναψαν
Έλεγε:
δεν λησμονώ την παγωνιά.